μπακίρι

μπακίρι
το
1. ο χαλκός
2. στον πληθ. τα μπακίρια
τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη, αλλ. τα μπακιρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπακίρι — το (λ. τουρκ.) 1. ο χαλκός. 2. στον πληθ., τα μπακίρια τα χάλκινα σκεύη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπακιρώνω — [μπακίρι] καλύπτω αντικείμενα με φύλλα ή πλάκες χαλκού, επιχαλκώνω …   Dictionary of Greek

  • μπακίρα — η [μπακίρι] 1. μεγάλο σκεύος από χαλκό 2. χάλκινο νόμισμα μεγάλου μεγέθους («μέ φόρτωσε ρέστα όλο μπακίρες») …   Dictionary of Greek

  • μπακιρένιος — ια, ιο [μπακίρι] αυτός που έχει κατασκευαστεί από χαλκό, χάλκινος («μπακιρένια κατσαρόλα») …   Dictionary of Greek

  • μπακιρικό — το [μπακίρι] συν. στον πληθ. τα μπακιρικά τα μπακίρια …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”